Εθνική Οικονομία

Η δραχμή από ταπεινός καί ανεπιθύμητος συγγενής των ξένων χρηματιστηρίων κατέστη, κατ' επίσημον γενικήν αναγνώρισιν, έν εκ τών σκληροτέρων νομισμάτων τού διεθνούς νομισματικού συστήματος.

Εις τό διεθνούς προβολής Οικονομικόν Δελτίον <> (τεύχος Αυγούστου 1968) της First National City Bank, η δραχμή αναφέρεται ως τό σταθερώτερον ευρωπαϊκόν νόμισμα καί μεταξύ τών εννέα σταθερωτέρων τού κόσμου.

Ο τιμάριθμος

Η υγιής οικονομία της χώρας περιώρισε τήν αύξησιν τού τιμαρίθμου εις 1,7% διά τό 1967, έναντι αυξήσεως 5% του 1966 καί 3% του 1965. Απόλυτος σταθερότης τών τιμών επετεύχθη κατά τό 1968, εντός τού οποίου τό μέσον επίπεδον τού τιμαρίθμου ενεφάνισεν αμελητέαν αύξησιν κατά 0,3% μόνον.

Η κεφαλαιαγορά

Η αξία τών χρηματιστηριακών συναλλαγών ανήλθε κατά τό 1969 εις τό επίπεδον τών 1.885 εκατ., σημειωθείς ούτω αυξήσεως κατά 85% έναντι του 1967 καί 151% έναντι του 1966. Περισσότερον εντυπωσιακή υπήρξεν η άνοδος εις τας επί μετοχών συναλλαγάς, ανελθούσας εις 720 εκατ. δρχ. σημειωθείσης αυξήσεως κατά 142% έναντι του 1967 και 208% του 1966. Η μέση ετήσια άνοδος του δείκτου ανήλθε κατά το 1968, εις 49% έναντι του 1967 καί εις 58% έναντι του 1966.

Η χρηματοδότησις τής οικονομίας

Διά τών ληφθέντων πιστωτικών μέτρων, απεδεσμεύθη το πιστωτικόν σύστηπα εκ τών αναχρονιστικών μεθόδων καί εισήχθησαν σύγχρονοι μέθοδοι χρηματοδοτήσεως, ιδιαιτέρως εισ τάς παραγωγικάς δραστηριότητας εις τούς τομείς τών οικοδομών, του εμπορίου, της γεωργίας, των επαγγελματιών του τουρισμού, των ναυπηγήσεων, των γεωργικών βιομηχανιών, της βιοτεχνίας και τών εξαγωγικών επιχειρήσεων. Συμφώνως πρός τα στοιχεία τής Τραπέζης τής Ελλάδος, το συνολικόν ύψος τής χρηματοδοτήσεως τής οικονομίας τής χώρας ανήλθε κατά τήν 31ην Δεκεμβριου 1968 εις 96.574 εκατ. δρχ. η συνολική χρηματοδότησις του ιδιωτικού τομέως ανήλθε κατά το αυτό έτοσ εις 80.740 εκατ. δρχ. Ευρυτάτη υπήρξεν η συμμετοχή εις τήν χρηματοδότησιν τής οικονομίας τών καθαρώς επενδυτικών τραπεζών κατά το 1968. Η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως εχορήγησεν εις βιομιχανίας δάνεια ύψους 528 εκατ. δρχ., ενώ η Τράπεζα Επενδύσεων προέβη εις επενδύσεις εις τήν βιομηχανίαν συνολικού ύψους 196 εκατ. δρχ.

Το δημόσιον χρέος

Hellenic General Government Gross Public Debt, as a percent of nominal GDP:

1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000*
17.4 18.3 22.6 47.2 89.0 108.7 103.0

(*) Estimate and projection.

Source: Analytical Databank, OECD


Το οικονομικό θαύμα της 21ης Απριλίου

Και νέα έκθεση της ΕΟΚ ομολογεί το οικονομικό θαύμα που συνετελέσθη επί διακυβερνήσεως της χώρας από την στρατιωτική κυβέρνηση της 21ης Απριλίου! Πρόκειται για την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της ΕΟΚ που αναφέρεται στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και προτείνει τρόπους ενισχύσεώς της. Στην έκθεση αυτή διαβάζουμε:

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός του ΑΕΠ της Ελλάδος την περίοδο 69-73 ήταν 7.8% έναντι αντιστοίχου ρυθμού της κοινότητας 4.6%. Την περίοδο μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση (73-80) η αύξηση ήταν 3.5% έναντι 2.3% της Κοινότητας. Από το 1980 όμως και μετά και για την περίοδο 80-86 ο ρυθμός γίνεται μικρότερος του αντίστοιχου της Κοινότητας 0.7% έναντι 1.4%. Οι ρυθμοί για το 1986 και 1987 είναι 1.3% και 0.7% αντίστοιχα, ενώ οι εκτιμήσεις για την Κοινότητα είναι πιο ενθαρρυντικές 2.5% και 2.2%

Είναι φανερό ότι τα χρόνια 79 και 80 είναι το σημειό καμπής της προηγούμενης τάσεως. Η κρίση επηρέασε λιγότερο τον τομέα ρυθμού αυξήσεως της βιομηχανίας από 6.1% την περίοδο 72-79 γίνεται αρνητικός (0.7%) την περίοδο 80-85. Η συμμετοχή του προϊόντος της μεταποιήσεως στο ΑΕΠ από 21.3% το 80 πέφτει στο 18.7% το 1985 (στα επίπεδα του 1972).

Η κατανάλωση

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αυξήσεως της εσωτερικής ζητήσεως για προϊόντα μεταποιήσεως την περίοδο 72-79 σε πραγματικούς όρους ήταν 6.2% έναντι 3.6% της Κοινότητας των 4. Η εικόνα όμως άλλαξε τελείως την επόμενη περίοδο 79-85 με πτώση του μέσου ρυθμού στο -0.6% έναντι ρυθμού 0.1% για τους 4 της Κοινότητας. Η ανάκαμψη που άρχισε το 1983 δεν ήταν ακόμη επαρκής ώστε να επιτευχθεί το επίπεδο του 1979. Στις εξωτερικές αγορές τα μερίδια της χώρας παρέμειναν σχετικά σταθερά μεταξύ των ετών 74 και 1985. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το κόστος στο εσωτερικό δημιούργησαν αναμφίβολα προβλήματα στις εξαγωγές. Στην περίοδο 70-79 παρατηρήθηκε μια ανάπτυξη των κλάδων των υφαντικών, χημικών και μη μεταλλικών ορυκτών παρόμοια με εκείνη που χαρακτήρισε τις πρόσφατες βιομηχανοποιημένες χώρες (MICS). Μετά την κρίση του 1979-80 οι κλάδοι των τροφίμων και των χημικών δεν επηρεάστηκαν αισθητά, ενώ δυσμενής ήταν η εξέλιξη του κλάδου των υφαντικών.

Η σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και απασχολήσεως

Την περίοδο 72-79 η παραγωγικότητα της εργασίας για το σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό (2.8%) λίγο μεγαλύτερο από εκείνο της Κοινότητας (2.5%). Η τάση αυτή συνεχίστηκε και μεταξύ των ετών 79-85 1.3% έναντι 1.4% της Κοινότητος. Η αύξηση της παραγωγικότητος για το 1986 εκτιμάται μικρότερη από εκείνη της Κοινότητος (1.0% έναντι 1.9%) ενώ το 1987 προβλέπεται μείωςση κατά 0.8% έναντι θετικού ρυθμού της Κοινότητος 1.5%

Επενδύσεις

Από το 1974 και μετά οι επενδύσεις στην μεταποίηση μειώνονται. Παρατηρείται μικρή ανάκαμψη το 1979-80 και το ποσοστό στο σύνολο των επενδύσεων το 1984-85 ανέρχεται στο 14.5% δηλαδή στα επίπεδα του 1970. Επιπλέον οι επενδύσεις υλοποιούνται σε παραδοσιακές βιομηχανίες όπως τροφίμων, υφαντικών, ενδύσεως, τσιμέντου κλπ. Το ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων σε παραδοσιακούς κλάδους μειώνονταν μέχρι το 1970 και κατόπιν είχε ανοδική πορεία. Αντίθετα η συμμετοχή των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικά αγαθά σημείωσε αντίστροφη πορεία. Οι δημόσιες επενδύσεις στη μεταποίηση ενώ στην περίοδο του 70-75 ήταν το 2% του συνόλου των επενδύσεων του κλάδου, το ποσοστό ανέρχεται στο 5% την δεκαετία του 75-85.

Οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό εμφανίζονται την δεκαετία του 1960 (Ν. 2687/53) και ανέρχονται στο 61% του συνόλου των επενδύσεων την μεταποίηση και υλοποιούνται σε μονάδες παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Στο τέλος της δεκαετίας του 70 το ποσοστό μειώνεται στο 4% και στρέφεται στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Η μείωση αυτή αντανακλά κυρίως διεθνείς τάσεις καθώς και την επίδραση της βαθμιαίας απώλειας του πλεονεκτήματος του κόστους εργασίας.